- καταχόρευσις
- καταχόρευσις, ἡ (Α) [καταχορεύω]το άσμα που συνόδευε τον θριαμβευτικό χορό τού Απόλλωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχόρευσις — song fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχορεύσει — καταχόρευσις song fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταχορεύσεϊ , καταχόρευσις song fem dat sg (epic) καταχόρευσις song fem dat sg (attic ionic) καταχορεύω dance aor subj act 3rd sg (epic) καταχορεύω dance fut ind mid 2nd sg καταχορεύω dance fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχόρειον — και καταχόρηον, τὸ (Α) καταχόρευσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χορός] … Dictionary of Greek